δημωδῶν

δημωδῶν
δημώδης
popular
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Neugriechische Literatur — Neugriechische Literatur. Die n. L. kann nur in unmittelbarem Zusammenhang mit der byzantinischen Literatur richtig beurteilt werden. Die tiefe Spaltung zwischen volkstümlicher und Kunstpoesie erklärt sich aus dem Bestreben, die Form einer… …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… …   Dictionary of Greek

  • εκατόλογα — και κατόλογα, τα (Μ ἑκατόλογα και κατόλογα) 1. δημοτικό ερωτικό τραγούδι που έχει εκατό στίχους ή δίστιχα τού οποίου πολλές παραλλαγές υπάρχουν σε διάφορα μέρη τής Ελλάδας 2. φρ. «Εκατόλογα τής αγάπης» είδος τών αριθμητικών δημωδών ασμάτων …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Παναγιώτης — (Πάργα 1811 – Ιωάννινα 1870).Λόγιος. Σπούδασε στην Ακαδημία Γκίλφορντ στην Κέρκυρα, χρημάτισε δάσκαλος στα Ιωάννινα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και των γλωσσικών ιδιωμάτων της Ηπείρου.… …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Σπύρος — (Ιωάννινα 1843 – 1906).Λόγιος και νομομαθής, γιος του Παναγιώτη Αραβαντινού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία σχολή. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Άσκησε το επάγγελμα του δικαστικού και αργότερα του δικηγόρου. Το… …   Dictionary of Greek

  • Γλυκάς, Μιχαήλ — (12ος αι.).Χρονικογράφος και ποιητής. Όπως συνάγεται από τις επιγραφές των χειρογράφων του, ήταν γραμματικός. Το 1159, με αφορμή μία καταδίκη του σε φυλάκιση για πολιτικούς λόγους έστειλε στον αυτοκράτορα Μανουήλ ένα πολύστιχο ποίημα γραμμένο στη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Νάζος, Γεώργιος — (Αθήνα 1862 – 1934). Μουσικοπαιδαγωγός. Σπούδασε στο Μόναχο, απ’ όπου γύρισε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1888. Το 1891 διορίστηκε γενικός διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Άνθρωπος με έντονη …   Dictionary of Greek

  • Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”